διάγλυπτον

διάγλυπτον
διάγλυπτος
divided
masc/fem acc sg
διάγλυπτος
divided
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάγλυπτος — η, ο (Α διάγλυπτος, ον) [διαγλύφω] 1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα 2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον το κοσμημένο με πολλές γλυφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”